- φιλαμαρτήμων
- φιλ-αμαρτήμων, ονος, u. φιλ-αμάρτητος, u. φιλ-άμαρτος, die Sünde liebend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλαμαρτήμων — loving sin masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμαρτήμων — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά την αμαρτία («μυσαρᾱς ἡδονῆς τὰ κύματα φέρει τοὺς φιλαμαρτήμονας εἰς Ἅδου πυθμένα», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αμαρτήμων (< ἁμάρτημα)] … Dictionary of Greek
φιλαμαρτήμονα — φιλαμαρτήμων loving sin neut nom/voc/acc pl φιλαμαρτήμων loving sin masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμαρτημόνων — φιλαμαρτήμων loving sin gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμαρτήμονας — φιλαμαρτήμων loving sin masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμαρτήμονες — φιλαμαρτήμων loving sin masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμαρτήμονι — φιλαμαρτήμων loving sin dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμαρτήμονος — φιλαμαρτήμων loving sin gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμαρτήμοσι — φιλαμαρτήμων loving sin dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμαρτήμοσιν — φιλαμαρτήμων loving sin dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
грѣхолюбивыи — (2*) пр. Любящий греховное, склонный к греху: Моисѣискую поминающи ѡ д҃ше десницю. бѣжи грѣхолюбиваго ѥгупта. КТурКан XII сп. XIV, 219 об.; Сего ради да не будеть в васъ никто же всепагубно дерзъ. ласкордьству˫а на сластолюбие. грѣхолюбивъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)